- αποκτηνώνομαι
- αποκτηνώνομαι, αποκτηνώθηκα, αποκτηνωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κτηνούμαι — κτηνοῡμαι, όομαι (Α) [κτήνος] γίνομαι σαν κτήνος, κτηνώδης, αποκτηνώνομαι («πολλάκις δὲ καὶ ὁ λόγος κτηνοῡται, διὰ τῆς πρὸς ἄλογον ῥοπῆς συγκαλύπτων τὸ κρεῑττον», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek